- ορτάλιχος
- ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ)1. υποκορ. τού ορταλίς*.2. νεοσσός3. νεογνό ζώου4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα -ιχος (πρβλ. κόψιχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρτάλιχος — chick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρταλίχοισι — ὀρτάλιχος chick masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρταλίχους — ὀρτάλιχος chick masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρταλίχων — ὀρτάλιχος chick masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτάλιχοι — ὀρτάλιχος chick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρτάλιχον — ὀρτάλιχος chick masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek
ορταλιχεύς — ὀρταλιχεύς, ὁ (Α) [ορτάλιχος] νεογνό πτηνού, νεοσσός … Dictionary of Greek